φιστίκι

φιστίκι
και εσφ. τ. φυστίκι, το, Ν
1. βοτ. κοινή ονομασία τού καρπού και τού εδώδιμου σπέρματος τής φιστικιάς
2. φρ. α) «φιστίκι Αιγίνης»
βοτ. ο καρπός και το εδώδιμο σπέρμα τής αιγινίτικης ποικιλίας τού παραπάνω δένδρου
β) «αράπικο φιστίκι»
βοτ. ο καρπός τής αραχίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fistik < πιστάκιον, υποκορ. τού αρχ. πιστάκη*, δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιστίκι — το (λ. τουρκ.), ο καρπός της φιστικιάς (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αραχιδέλαιο — το λάδι από αραχίδα, από αράπικο φιστίκι …   Dictionary of Greek

  • κρόκερ — το αποφλοιωμένο αράπικο φιστίκι που περιβάλλεται από μίγμα ζάχαρης και αλατιού …   Dictionary of Greek

  • πιστάκι — το / πιστάκιον, ΝΜΑ, και τ. πληθ. φιττάκια και ψιττάκια ΜΑ, και βιοτάκιον και τ. πληθ. φιστάκια Α ο καρπός τού φυτού πιστακία, το φιστίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστάκη*. Οι τ. φιττάκιον, ψιττάκιον και βιστάκιον αποτελούν διαφορετικές γρφ. τού πιστάκιον] …   Dictionary of Greek

  • πιστακία — (pistacia). Γένος φυτών της οικογένειας των ανακαρδιιδών. Αριθμεί 20 είδη, που ευδοκιμούν στις παραμεσόγειες περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας, της Αφρικής και του Μεξικού. Οι π. είναι δέντρα ή θάμνοι αειθαλή με ωραίο άρωμα και με χυμό μαστιχώδη.… …   Dictionary of Greek

  • τερέβινθος — και τέρμινθος και τρέμιθος, η, ΝΜΑ, και τρεμιθιά και τριμιθιά και τραμιθιά Ν, και τρίμιθος Α 1. λόγια ονομασία είδους τού φυτού πιστακία, κν. σήμερα κοκκορεβιθιά 2. ιατρ. δερματική νόσος που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μαλακών θηλοειδών… …   Dictionary of Greek

  • φιστικάς — ο, Ν 1. ιδιοκτήτης εκτάσεων με φιστικιές 2. έμπορος ή πωλητής φιστικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιστίκι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς, κασταν άς)] …   Dictionary of Greek

  • φιστικής — ιά, ί, Ν αυτός που έχει το χρώμα τού φιστικιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιστίκι + κατάλ. ής τών επιθ. που δηλώνουν χρώμα (πρβλ. θαλασσής, σταχτ ής)] …   Dictionary of Greek

  • φιστικιά — (πιστακία η γνήσια). Φυτό της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται για τα σαρκώδη, ελαιούχα και αρωματικά σπέρματά της, τα οποία χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, στην κουφετοποιία, στη μαγειρική ή καταναλώνονται… …   Dictionary of Greek

  • φιστικοπώλης — ο, Ν πωλητής φιστικιών, φιστικάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιστίκι + πώλης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”